Ετυμολογία

επεξεργασία
remarquable < remarquer

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /?/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
remarquable remarquables

remarquable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αξιοσημείωτος, αξιόλογος
     συνώνυμα: considérable, extraordinaire, marquant, mémorable, notable, saillant
     αντώνυμα: banal, insignifiant, négligeable
  2. αξιοπρόσεκτος, αξιοπρόσεχτος, διαπρεπής
     συνώνυμα: brillant, distingué, éminent, épatant, formidable, insigne, rare
     αντώνυμα: inférieur, médiocre, piètre

Συγγενικά

επεξεργασία