αξιοπρόσεχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αξιοπρόσεχτος < αξιοπρόσεκτος με τροπή [kt] > [xt]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ksi.oˈpɾo.se.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξι‐ο‐πρό‐σε‐χτος
Επίθετο επεξεργασία
αξιοπρόσεχτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
αξιοπρόσεχτος
|