saillant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | saillant | saillants |
θηλυκό | saillante | saillantes |
Επίθετο
επεξεργασίαsaillant (fr)
- εξέχων
- πεταχτός
- (γεωμετρία) για γωνία μικρότερη από την ευθεία γωνία, δηλαδή μικρότερη από 180 μοίρες