γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό saillant saillants
θηλυκό saillante saillantes

  Επίθετο

επεξεργασία

saillant (fr)

  1. εξέχων
  2. πεταχτός
  3. (γεωμετρία) για γωνία μικρότερη από την ευθεία γωνία, δηλαδή μικρότερη από 180 μοίρες

Αντώνυμα

επεξεργασία