rentrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rentrant | rentrants |
θηλυκό | rentrante | rentrantes |
Επίθετο
επεξεργασίαrentrant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | rentrant | rentrants |
θηλυκό | rentrante | rentrantes |
rentrant (fr)