banal
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- banal < bannel < ban
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | banal | banals |
θηλυκό | banale | banales |
banal (fr)
- (ιστορία) που ανήκει στο ban, την περιοχή ενός ηγεμόνα, ενός φεουδάρχη
- κοινότυπος, χωρίς πρωτοτυπία, μπανάλ
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
: Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διαδοχικές έννοιες της λέξης:
- Από «κάτι σχετικό με την περιοχή ενός φεουδάρχη» (αρχαία γαλλική),
- σε «κάτι που δίνει τα σχετικά δικαιώματα (του φέουδου)» (αρχαία γαλλική),
- σε «κάτι που βρίσκεται στη διάθεση οποιουδήποτε» (17°),
- σε «κάτι κοινότυπο, χωρίς πρωτοτυπία» (18°).
Επεξεργασία
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
banal (de)