banalisé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- banalisé < banaliser
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.na.li.ze/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | banalisé | banalisés |
θηλυκό | banalisée | banalisées |
banalisé (fr)
- απαλλαγμένος από τα εξωτερικά του χαρακτηριστικά, καμουφλαρισμένος