απαλλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απαλλαγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος απαλλάσσω
ΜετοχήΕπεξεργασία
απαλλαγμένος, -η, -ο
- που έχει απαλλαχτεί
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απαλλαγμένος
|