Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απαλλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀπηλλαγμένος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απαλλαγμέν
ος
η
απαλλαγμέν
η
το
απαλλαγμέν
ο
γενική
του
απαλλαγμέν
ου
της
απαλλαγμέν
ης
του
απαλλαγμέν
ου
αιτιατική
τον
απαλλαγμέν
ο
την
απαλλαγμέν
η
το
απαλλαγμέν
ο
κλητική
απαλλαγμέν
ε
απαλλαγμέν
η
απαλλαγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απαλλαγμέν
οι
οι
απαλλαγμέν
ες
τα
απαλλαγμέν
α
γενική
των
απαλλαγμέν
ων
των
απαλλαγμέν
ων
των
απαλλαγμέν
ων
αιτιατική
τους
απαλλαγμέν
ους
τις
απαλλαγμέν
ες
τα
απαλλαγμέν
α
κλητική
απαλλαγμέν
οι
απαλλαγμέν
ες
απαλλαγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απαλλαγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
απαλλάσσω
Μετοχή
επεξεργασία
απαλλαγμένος, -η, -ο
που έχει
απαλλαχτεί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
απηλλαγμένος
,
ἀπηλλαγμένος
(
καθαρεύουσα
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απαλλαγμένος
αγγλικά
:
clear
(en)
γαλλικά
:
exempté
(fr)
,
exempt
(fr)