Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ἀπηλλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
επεξεργασία
Μετοχή
επεξεργασία
ἀπηλλαγμένος, -η, -ον
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του μεσοπαθητικού ρήματος
grc
νέα ελληνικά
:
απαλλαγμένος
Κλίση
επεξεργασία
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
↓
πτώσεις
ενικός
ονομαστική
ὁ
ἀπηλλαγμέν
ος
ἡ
ἀπηλλαγμέν
η
τὸ
ἀπηλλαγμέν
ον
γενική
τοῦ
ἀπηλλαγμέν
ου
τῆς
ἀπηλλαγμέν
ης
τοῦ
ἀπηλλαγμέν
ου
δοτική
τῷ
ἀπηλλαγμέν
ῳ
τῇ
ἀπηλλαγμέν
ῃ
τῷ
ἀπηλλαγμέν
ῳ
αιτιατική
τὸν
ἀπηλλαγμέν
ον
τὴν
ἀπηλλαγμέν
ην
τὸ
ἀπηλλαγμέν
ον
κλητική
ὦ
!
ἀπηλλαγμέν
ε
ἀπηλλαγμέν
η
ἀπηλλαγμέν
ον
↓
πτώσεις
πληθυντικός
ονομαστική
οἱ
ἀπηλλαγμέν
οι
αἱ
ἀπηλλαγμέν
αι
τὰ
ἀπηλλαγμέν
ᾰ
γενική
τῶν
ἀπηλλαγμέν
ων
τῶν
ἀπηλλαγμέν
ων
τῶν
ἀπηλλαγμέν
ων
δοτική
τοῖς
ἀπηλλαγμέν
οις
ταῖς
ἀπηλλαγμέν
αις
τοῖς
ἀπηλλαγμέν
οις
αιτιατική
τοὺς
ἀπηλλαγμέν
ους
τὰς
ἀπηλλαγμέν
ᾱς
τὰ
ἀπηλλαγμέν
ᾰ
κλητική
ὦ
!
ἀπηλλαγμέν
οι
ἀπηλλαγμέν
αι
ἀπηλλαγμέν
ᾰ
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ
τὼ
ἀπηλλαγμέν
ω
τὼ
ἀπηλλαγμέν
ᾱ
τὼ
ἀπηλλαγμέν
ω
γεν-δοτ
τοῖν
ἀπηλλαγμέν
οιν
τοῖν
ἀπηλλαγμέν
αιν
τοῖν
ἀπηλλαγμέν
οιν
2η&1η κλίση
,
Κατηγορία 'λελυμένος'
όπως «
λελυμένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές