ἀπηλλαγμένος, -η, -ον

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀπηλλαγμένος ἀπηλλαγμένη τὸ ἀπηλλαγμένον
      γενική τοῦ ἀπηλλαγμένου τῆς ἀπηλλαγμένης τοῦ ἀπηλλαγμένου
      δοτική τῷ ἀπηλλαγμέν τῇ ἀπηλλαγμέν τῷ ἀπηλλαγμέν
    αιτιατική τὸν ἀπηλλαγμένον τὴν ἀπηλλαγμένην τὸ ἀπηλλαγμένον
     κλητική ! ἀπηλλαγμένε ἀπηλλαγμένη ἀπηλλαγμένον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀπηλλαγμένοι αἱ ἀπηλλαγμέναι τὰ ἀπηλλαγμέν
      γενική τῶν ἀπηλλαγμένων τῶν ἀπηλλαγμένων τῶν ἀπηλλαγμένων
      δοτική τοῖς ἀπηλλαγμένοις ταῖς ἀπηλλαγμέναις τοῖς ἀπηλλαγμένοις
    αιτιατική τοὺς ἀπηλλαγμένους τὰς ἀπηλλαγμένᾱς τὰ ἀπηλλαγμέν
     κλητική ! ἀπηλλαγμένοι ἀπηλλαγμέναι ἀπηλλαγμέν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπηλλαγμένω τὼ ἀπηλλαγμέν τὼ ἀπηλλαγμένω
      γεν-δοτ τοῖν ἀπηλλαγμένοιν τοῖν ἀπηλλαγμέναιν τοῖν ἀπηλλαγμένοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λελυμένος' όπως «λελυμένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές