Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απηλλαγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απηλλαγμέν
ος
η
απηλλαγμέν
η
το
απηλλαγμέν
ο
γενική
του
απηλλαγμέν
ου
της
απηλλαγμέν
ης
του
απηλλαγμέν
ου
αιτιατική
τον
απηλλαγμέν
ο
την
απηλλαγμέν
η
το
απηλλαγμέν
ο
κλητική
απηλλαγμέν
ε
απηλλαγμέν
η
απηλλαγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απηλλαγμέν
οι
οι
απηλλαγμέν
ες
τα
απηλλαγμέν
α
γενική
των
απηλλαγμέν
ων
των
απηλλαγμέν
ων
των
απηλλαγμέν
ων
αιτιατική
τους
απηλλαγμέν
ους
τις
απηλλαγμέν
ες
τα
απηλλαγμέν
α
κλητική
απηλλαγμέν
οι
απηλλαγμέν
ες
απηλλαγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
απηλλαγμένος, -η, -ο
(
επίσημο
)
μονοτονική γραφή
του
ἀπηλλαγμένος
(
καθαρεύουσα
) →
δείτε
τη λέξη
απαλλαγμένος