exempt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαexempt (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exempt | exempts |
θηλυκό | exempte | exemptes |
Επίθετο
επεξεργασίαexempt (fr)
exempt (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | exempt | exempts |
θηλυκό | exempte | exemptes |
exempt (fr)