banalité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- banalité < banal
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.na.li.te/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
banalité | banalités |
banalité (fr) θηλυκό
- (ιστορία) υποχρέωση που είχαν τα άτομα μιας ηγεμονίας να χρησιμοποιούν τον φούρνο πληρώνοντας ένα ορισμένο χρηματικό ποσό
- η κοινοτοπία, η κοινοτυπία