συνηθισμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- συνηθισμένος < από τη μετοχή παθητικού παρακειμένου του συνηθίζω
ΜετοχήΕπεξεργασία
συνηθισμένος -η -ο
- που τον έχουμε συνηθίσει, που δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαιτερότητα ή πρωτοτυπία
- Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με μια συνηθισμένη οικογένεια και ένα συνηθισμένο επάγγελμα
- ≈ συνώνυμα: κοινός, κοινότοπος, συνήθης
- Είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος με μια συνηθισμένη οικογένεια και ένα συνηθισμένο επάγγελμα
- που έχει συνηθίσει κάτι και το αντέχει
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
συνηθισμένα τα βουνά από τα χιόνια: αυτές οι κακουχίες μας είναι γνώριμες και δεν μας τρομάζουν
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
κοινός
που έχει συνηθίσει
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια