habitué
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habitué | habitués |
θηλυκό | habituée | habituées |
habitué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | habitué | habitués |
θηλυκό | habituée | habituées |
habitué (fr)