Ουσιαστικό

επεξεργασία

usual (en)

  • (μόνο στον ενικό, ανεπίσημο) το συνηθισμένο, ό,τι γίνεται συνήθως, ό,τι θεωρείται ως κανόνας και συχνά και ό,τι δεν παρουσιάζει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον
    ⮡  This bed is wider than the usual.
    Aυτό το κρεβάτι είναι φαρδύτερο από το συνηθισμένο.
    ⮡  -“What’s new?” -“Nothing, the usual.”
    -«Τι νέα;» -«Τίποτα, τα συνηθισμένα

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός usual
συγκριτικός more usual
υπερθετικός most usual

usual (en)

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία