usually
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
usually (en)
- συνήθως
- ↪ He’s usually late.
- Συνήθως αργεί.
- ↪ In the fall, it usually rains.
- Το φθινόπωρο συνήθως βρέχει.
- ↪ Everything that usually happens happened today.
- Έγινε και σήμερα ό,τι γίνεται συνήθως.
- ↪ He’s usually late.