Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
in general
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Έκφραση
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
in general
< →
δείτε
τη λέξη
in general
Έκφραση
επεξεργασία
in general
(en)
γενικά
,
εν γένει
⮡
In general
, I get up early.
Γενικά
σηκώνομαι νωρίς.
⮡
His health is good
in general
.
Η υγεία του είναι
γενικά
καλή.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
generally
Πηγές
επεξεργασία
general (idioms): in general
-
Oxford Learner's Dictionaries