Ετυμολογία

επεξεργασία
in general < → δείτε τη λέξη in general

  Έκφραση

επεξεργασία

in general (en)

  • γενικά, εν γένει
    ⮡  In general, I get up early.
    Γενικά σηκώνομαι νωρίς.
    ⮡  His health is good in general.
    Η υγεία του είναι γενικά καλή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη generally