as per usual
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαas per usual (en)
- (ιδιωματισμός) άλλη μορφή του as usual
- ⮡ He was late again as per usual.
- Άργησε πάλι κατά τη συνήθειά του.
- ⮡ He was late again as per usual.
as per usual (en)