per (en)
- ανά, με χρονική ή επιμεριστική έννοια
- ⮡ Kilometers per hour is used as a unit of speed.
- Ως μονάδα ταχύτητας χρησιμοποιείται το χιλιόμετρο ανά ώρα.
- ⮡ The wind is blowing at 10 miles per hour.
- Ο άνεμος φωσάει με 10 μίλια την ώρα.
- ≈ συνώνυμα: a