per
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαper (en)
- ανά, με χρονική ή επιμεριστική έννοια
Βρετονικά (br)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαper (br)
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαper (eo)
per (en)
per (br)
per (eo)