Ετυμολογία

επεξεργασία
used to < → δείτε τις λέξεις used και to

  Επίθετο

επεξεργασία

used to (en) (χωρίς παραθετικά)

  • συνηθισμένος να/σε
    I am not used to getting up early.
    Δεν είμαι συνηθισμένος να σηκώνομαι νωρίς.
    I am not used to being spoken to like that.
    Δεν είμαι συνηθισμένος να μου μιλάνε έτσι.
    I am used to danger/used to hunger/used to hardships.
    Είμαι συνηθισμένος στον κίνδυνο/συνηθισμένος στην πείνα/συνηθισμένος στις κακουχίες.

used to (en)

  • (αμετάβατο, modal verb, + απαρέμφατο) χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που έγινε συνήθως στο παρελθόν. Είναι αντίστοιχο με τον ελληνικό παρατατικό).
    As a child, you used to eat a lot of vegetables (=you were eating a lot of vegetables).
    Σαν παιδί, έτρωγες πολλά λαχανικά.
    Before I bought a car, I used to walk everywhere.
    Πριν αγοράσω αυτοκίνητο, πήγαινα παντού με τα πόδια.
    Before he moved to France, we used to talk every day.
    Πριν μετακομίσει στη Γαλλία, μιλούσαμε καθημερινά.
    Did not you use to play soccer?/Didn't you use to play soccer?
    Δεν έπαιζες ποδόσφαιρο;

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται το ρήμα did (ως auxiliary verb) + το επίρρημα not σε αρνητικές προτάσεις, συχνά με τη μορφή didn't
  • σε προτάσεις με did (ως auxiliary verb), use to θεωρείται η σωστή μορφή
    Didn't you use to used to play soccer?