used to
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαused to (en) (χωρίς παραθετικά)
- συνηθισμένος να/σε
- ⮡ I am not used to getting up early.
- Δεν είμαι συνηθισμένος να σηκώνομαι νωρίς.
- ⮡ I am not used to being spoken to like that.
- Δεν είμαι συνηθισμένος να μου μιλάνε έτσι.
- ⮡ I am used to danger/used to hunger/used to hardships.
- Είμαι συνηθισμένος στον κίνδυνο/συνηθισμένος στην πείνα/συνηθισμένος στις κακουχίες.
- ⮡ I am not used to getting up early.
Ρήμα
επεξεργασίαused to (en)
- (αμετάβατο, modal verb, + απαρέμφατο) χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που έγινε συνήθως στο παρελθόν. Είναι αντίστοιχο με τον ελληνικό παρατατικό).
- ⮡ As a child, you used to eat a lot of vegetables (=you were eating a lot of vegetables).
- Σαν παιδί, έτρωγες πολλά λαχανικά.
- ⮡ Before I bought a car, I used to walk everywhere.
- Πριν αγοράσω αυτοκίνητο, πήγαινα παντού με τα πόδια.
- ⮡ Before he moved to France, we used to talk every day.
- Πριν μετακομίσει στη Γαλλία, μιλούσαμε καθημερινά.
- ⮡ Did not you use to play soccer?/Didn't you use to play soccer?
- Δεν έπαιζες ποδόσφαιρο;
- ⮡ As a child, you used to eat a lot of vegetables (=you were eating a lot of vegetables).
Σημειώσεις
επεξεργασία- χρησιμοποιείται το ρήμα did (ως auxiliary verb) + το επίρρημα not σε αρνητικές προτάσεις, συχνά με τη μορφή didn't
- σε προτάσεις με did (ως auxiliary verb), use to θεωρείται η σωστή μορφή
- ⮡ Didn't you use to
used toplay soccer?
- ⮡ Didn't you use to
Πηγές
επεξεργασία- used to - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 849. ISBN 9780194325684., λήμμα: συνηθισμένος