Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός used
συγκριτικός more used
υπερθετικός most used

used (en)

  • μεταχειρισμένος, χρησιμοποιημένος
    ⮡  a used car/washer - μεταχειρισμένο αυτοκίνητο/πλυντήριο
    ⮡  The used ones are cheaper than the new ones.
    Τα μεταχειρισμένα είναι πιο φτηνά από τα καινούρια.
    ⮡  These clothes are used.
    Αυτά τα ρούχα είναι χρησιμοποιημένα.
    ⮡  She wants a new phone not a used one.
    Θέλει ένα νέο κινητό όχι ένα χρησιμοποιημένο.

Παράγωγα

επεξεργασία

used (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

used (en)