χρησιμοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- χρησιμοποιημένος < χρησιμοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
χρησιμοποιημένος, -η, -ο
- που έχει χρησιμοποιηθεί
- (κατ’ επέκταση) που έχει φθαρεί
χρησιμοποιημένος, -η, -ο