↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρησιμοποιημένος η χρησιμοποιημένη το χρησιμοποιημένο
      γενική του χρησιμοποιημένου της χρησιμοποιημένης του χρησιμοποιημένου
    αιτιατική τον χρησιμοποιημένο τη χρησιμοποιημένη το χρησιμοποιημένο
     κλητική χρησιμοποιημένε χρησιμοποιημένη χρησιμοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρησιμοποιημένοι οι χρησιμοποιημένες τα χρησιμοποιημένα
      γενική των χρησιμοποιημένων των χρησιμοποιημένων των χρησιμοποιημένων
    αιτιατική τους χρησιμοποιημένους τις χρησιμοποιημένες τα χρησιμοποιημένα
     κλητική χρησιμοποιημένοι χρησιμοποιημένες χρησιμοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χρησιμοποιημένος < χρησιμοποιώ

χρησιμοποιημένος, -η, -ο

  1. που έχει χρησιμοποιηθεί
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει φθαρεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία