Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
χρησιμοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
χρησιμοποιημέν
ος
η
χρησιμοποιημέν
η
το
χρησιμοποιημέν
ο
γενική
του
χρησιμοποιημέν
ου
της
χρησιμοποιημέν
ης
του
χρησιμοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
χρησιμοποιημέν
ο
τη
χρησιμοποιημέν
η
το
χρησιμοποιημέν
ο
κλητική
χρησιμοποιημέν
ε
χρησιμοποιημέν
η
χρησιμοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
χρησιμοποιημέν
οι
οι
χρησιμοποιημέν
ες
τα
χρησιμοποιημέν
α
γενική
των
χρησιμοποιημέν
ων
των
χρησιμοποιημέν
ων
των
χρησιμοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
χρησιμοποιημέν
ους
τις
χρησιμοποιημέν
ες
τα
χρησιμοποιημέν
α
κλητική
χρησιμοποιημέν
οι
χρησιμοποιημέν
ες
χρησιμοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
χρησιμοποιημένος
<
χρησιμοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
χρησιμοποιημένος, -η, -ο
που έχει
χρησιμοποιηθεί
(
κατ’ επέκταση
) που έχει
φθαρεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
χρησιμοποιημένος
αγγλικά
:
used
(en)
γαλλικά
:
usé
(fr)