μαθημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμαθημένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος μαθαίνω.
Μετοχή
επεξεργασίαμαθημένος αρσενικό
- αυτός που έχει εξοικειωθεί με κάτι, έχει συνηθίσει
- μαθημένα τα βουνά στα χιόνια
- αυτός που έχει αποκτήσει εμπειρίες σχετικά με κάτι