Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαθημένος η μαθημένη το μαθημένο
      γενική του μαθημένου της μαθημένης του μαθημένου
    αιτιατική τον μαθημένο τη μαθημένη το μαθημένο
     κλητική μαθημένε μαθημένη μαθημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαθημένοι οι μαθημένες τα μαθημένα
      γενική των μαθημένων των μαθημένων των μαθημένων
    αιτιατική τους μαθημένους τις μαθημένες τα μαθημένα
     κλητική μαθημένοι μαθημένες μαθημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μαθημένος < Από τον παθητικό παρακείμενο του ρήματος μαθαίνω.

  Μετοχή επεξεργασία

μαθημένος αρσενικό

  1. αυτός που έχει εξοικειωθεί με κάτι, έχει συνηθίσει
    μαθημένα τα βουνά στα χιόνια
  2. αυτός που έχει αποκτήσει εμπειρίες σχετικά με κάτι

  Μεταφράσεις επεξεργασία