familiar
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | familiar |
συγκριτικός | more familiar |
υπερθετικός | most familiar |
Επίθετο
επεξεργασίαfamiliar (en)
- οικείος, μου είναι πολύ γνωστό· βλέπεται ή ακούγεται συχνά και επομένως είναι εύκολο να αναγνωρίσω
- ⮡ This behavior is familiar to me.
- Αυτή η συμπεριφορά μού είναι οικεία.
- ⮡ This behavior is familiar to me.
- εξοικειωμένος, ξέρω κάτι πολύ καλά
- ⮡ I am not familiar with Greek poetry.
- Δεν είμαι εξοικειωμένος με την ελληνική ποίηση.
- ⮡ I am not familiar with Greek poetry.