εξοικειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξοικειωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοικειώνω
Μετοχή
επεξεργασία
εξοικειωμένος, -η, -ο
- που έχει εξοικειωθεί με κάτι
Αντώνυμα
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοικειωμένος