Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοικειωμένος η εξοικειωμένη το εξοικειωμένο
      γενική του εξοικειωμένου της εξοικειωμένης του εξοικειωμένου
    αιτιατική τον εξοικειωμένο την εξοικειωμένη το εξοικειωμένο
     κλητική εξοικειωμένε εξοικειωμένη εξοικειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοικειωμένοι οι εξοικειωμένες τα εξοικειωμένα
      γενική των εξοικειωμένων των εξοικειωμένων των εξοικειωμένων
    αιτιατική τους εξοικειωμένους τις εξοικειωμένες τα εξοικειωμένα
     κλητική εξοικειωμένοι εξοικειωμένες εξοικειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοικειωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοικειώνω

  Μετοχή επεξεργασία

εξοικειωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία