ανεξοικείωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεξοικείωτος < αν- στερητικό + εξοικειώ(νω) + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαανεξοικείωτος, -η, -ο
- που δεν έχει εξοικειωθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εξοικειώνω και οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανεξοικείωτος