Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksi.ciˈo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εξοικειώνω
παλιότερος συλλαβισμός: εξοικειώνω

εξοικειώνω, πρτ.: εξοικείωνα, αόρ.: εξοικείωσα, παθ.φωνή: εξοικειώνομαι, π.αόρ.: εξοικειώθηκα, μτχ.π.π.: εξοικειωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία