ενεστώτας familiarize
γ΄ ενικό ενεστώτα familiarizes
αόριστος familiarized
παθητική μετοχή familiarized
ενεργητική μετοχή familiarizing

  Ετυμολογία

επεξεργασία
familiarize < familiar + -ize

familiarize (en)

  • εξοικειώνω
    ⮡  That will familiarize them with computers.
    Αυτό θα τους εξοικειώσει με τους υπολογιστές.
    ⮡  I am familiarizing myself with my new duties.
    Εξοικειώνομαι με τα νέα μου καθήκοντα.