εξοικείωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξοικείωση | οι | εξοικειώσεις |
γενική | της | εξοικείωσης* | των | εξοικειώσεων |
αιτιατική | την | εξοικείωση | τις | εξοικειώσεις |
κλητική | εξοικείωση | εξοικειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξοικειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξοικείωση < (καθαρεύουσα) ἐξοικείωσις < ελληνιστική κοινή ἐξοικείωσις («χειραφέτηση») < αρχαία ελληνική ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ < οἰκειόω / οἰκειῶ < οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.ksiˈci.o.si/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξοικείωση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξοικειώνω / εξοικειώνομαι συνηθίζω σε μία κατάσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις εξοικειώνω, οικείος και οίκος
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξοικείωση