οικείωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οικείωση | οι | οικειώσεις |
γενική | της | οικείωσης* | των | οικειώσεων |
αιτιατική | την | οικείωση | τις | οικειώσεις |
κλητική | οικείωση | οικειώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, οικειώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- οικείωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή οἰκείω(σις) («οικειοποίηση») + -ση[1] < οἰκειόω / οἰκειῶ < οἰκεῖος < οἶκος < ϝοῖκος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *woyḱos / *wéyḱs
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /iˈci.o.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : οι‐κεί‐ω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
οικείωση θηλυκό
- (λόγιο) συνώνυμο του εξοικείωση
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις οικειώνομαι, οικείος και οίκος
Μεταφράσεις επεξεργασία
οικείωση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ οικείωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας