ἐξοικείωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἐξοικείωσῐς | αἱ | ἐξοικειώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἐξοικειώσεως | τῶν | ἐξοικειώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἐξοικειώσει | ταῖς | ἐξοικειώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἐξοικείωσῐν | τὰς | ἐξοικειώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἐξοικείωσῐ | ἐξοικειώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐξοικειώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐξοικειωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἐξοικείωσις (ελληνιστική κοινή): μετάφραση για τη λατινική emancipatio. Μορφολογικά αναλύεται σε < ἐξοικειόω / ἐξοικειῶ + -σις • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; <! -- (μεταφραστικό δάνειο) λατινική emancipatio -->
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἐξοικείωσις θηλυκό
Σημειώσεις
επεξεργασία- (καθαρεύουσα): ἐξοικείωσις: η εξοικείωση
Πηγές
επεξεργασία- ἐξοικείωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.