Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειραφέτηση οι χειραφετήσεις
      γενική της χειραφέτησης* των χειραφετήσεων
    αιτιατική τη χειραφέτηση τις χειραφετήσεις
     κλητική χειραφέτηση χειραφετήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειραφετήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χειραφέτηση < χειραφετώ, χειραφέτησ- + -ση[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χειραφέτηση θηλυκό (χειραφέτησις)

  • το να γίνεται κανείς κύριος της τύχης του, ανεξάρτητος· η απελευθέρωση από τα δεσμά μιας εξουσίας
    η χειραφέτηση της γυναίκας ήταν αποτέλεσμα μακρών αγώνων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία