Ετυμολογία

επεξεργασία
χειραφετώ < μεσαιωνική ελληνική χειραφετῶ < αρχαία ελληνική χείρ + ἀφέτης < ἀφίημι

χειραφετώ, παθ. φωνή: χειραφετούμαι, παθ.μτχ.: χειραφετημένος

Σημειώσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία