χειραφετούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χειραφετούμαι < παθητική φωνή του ρήματος χειραφετώ
Ρήμα
επεξεργασίαχειραφετούμαι
- γίνομαι ανεξάρτητος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χειραφετούμαι | χειραφετούμουν | θα χειραφετούμαι | να χειραφετούμαι | ||
β' ενικ. | χειραφετείσαι | χειραφετούσουν | θα χειραφετείσαι | να χειραφετείσαι | ||
γ' ενικ. | χειραφετείται | χειραφετούνταν | θα χειραφετείται | να χειραφετείται | ||
α' πληθ. | χειραφετούμαστε | χειραφετούμασταν χειραφετούμαστε |
θα χειραφετούμαστε | να χειραφετούμαστε | ||
β' πληθ. | χειραφετείστε | χειραφετούσασταν χειραφετούσαστε |
θα χειραφετείστε | να χειραφετείστε | χειραφετείστε | |
γ' πληθ. | χειραφετούνται | χειραφετούνταν | θα χειραφετούνται | να χειραφετούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χειραφετήθηκα | θα χειραφετηθώ | να χειραφετηθώ | χειραφετηθεί | ||
β' ενικ. | χειραφετήθηκες | θα χειραφετηθείς | να χειραφετηθείς | χειραφετήσου | ||
γ' ενικ. | χειραφετήθηκε | θα χειραφετηθεί | να χειραφετηθεί | |||
α' πληθ. | χειραφετηθήκαμε | θα χειραφετηθούμε | να χειραφετηθούμε | |||
β' πληθ. | χειραφετηθήκατε | θα χειραφετηθείτε | να χειραφετηθείτε | χειραφετηθείτε | ||
γ' πληθ. | χειραφετήθηκαν χειραφετηθήκαν(ε) |
θα χειραφετηθούν(ε) | να χειραφετηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω χειραφετηθεί | είχα χειραφετηθεί | θα έχω χειραφετηθεί | να έχω χειραφετηθεί | χειραφετημένος | |
β' ενικ. | έχεις χειραφετηθεί | είχες χειραφετηθεί | θα έχεις χειραφετηθεί | να έχεις χειραφετηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει χειραφετηθεί | είχε χειραφετηθεί | θα έχει χειραφετηθεί | να έχει χειραφετηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε χειραφετηθεί | είχαμε χειραφετηθεί | θα έχουμε χειραφετηθεί | να έχουμε χειραφετηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε χειραφετηθεί | είχατε χειραφετηθεί | θα έχετε χειραφετηθεί | να έχετε χειραφετηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν χειραφετηθεί | είχαν χειραφετηθεί | θα έχουν χειραφετηθεί | να έχουν χειραφετηθεί |