émancipation
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- émancipation < λατινική emancipatio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.mɑ̃.si.pa.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
émancipation | émancipations |
émancipation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
émancipation | émancipations |
émancipation (fr) θηλυκό