εξοικειώσεις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
εξοικειώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξοικειώνω
- θα εξοικειώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξοικειώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
εξοικειώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξοικείωση