familiarity
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfamiliarity (en) (μη μετρήσιμο ή μόνο στον ενικό)
- η οικειότητα, η εξοικείωση, η γνώση
- ⮡ He lacks the familiarity which experience provides.
- Tου λείπει η οικειότητα που προσφέρει η πείρα.
- ⮡ familiarity with a subject - εξοικείωση με ένα θέμα
- ≈ συνώνυμα: acquaintance
- ⮡ He lacks the familiarity which experience provides.
- η οικειότητα, με οικείο τρόπο
- ⮡ He treats his subordinates with familiarity.
- Φέρεται με οικειότητα στους υφισταμένους του.
- ⮡ He treats his subordinates with familiarity.
Πηγές
επεξεργασία- familiarity - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 307. ISBN 9780194325684., λήμμα: εξοικείωση