acquaintance
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
acquaintance | acquaintances |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαacquaintance (en)
- (μετρήσιμο) η γνωριμία, ο γνωστός, κάποιος με τον οποίο έχουμε κοινωνική επαφή αλλά δεν είναι στενός φίλος
- ⮡ an old acquaintance - μια παλιά γνωριμία
- ⮡ I have a lot of acquaintances.
- Έχω πολλές γνωριμίες.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η γνωριμία, ο δεσμός, η κατάσταση της γνωριμίας
- ⮡ I make someone’s acquaintance.
- Κάνω τη γνωριμία κάποιου.
- ⮡ I know him but I don’t have close acquaintance with him.
- Τον ξέρω αλλά δεν έχω δεσμός μαζί του.
- ⮡ I make someone’s acquaintance.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η εξοικείωση με γνωστικό αντικείμενο, γνώση, δεν χρησιμοποιείται για βαθιά γνώση
- ⮡ I have some acquaintance with French music.
- Έχω κάποια εξοικείωση με τη γαλλική μουσική.
- ≈ συνώνυμα: familiarity
- ⮡ I have some acquaintance with French music.
Πηγές
επεξεργασία- acquaintance - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 195, 307. ISBN 9780194325684., λήμμα: γνωριμία, εξοικείωση