ενικός         πληθυντικός  
acquaintance acquaintances

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

acquaintance (en)

  1. (μετρήσιμο) η γνωριμία, ο γνωστός, κάποιος με τον οποίο έχουμε κοινωνική επαφή αλλά δεν είναι στενός φίλος
    ⮡  an old acquaintance - μια παλιά γνωριμία
    ⮡  I have a lot of acquaintances.
    Έχω πολλές γνωριμίες.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η γνωριμία, ο δεσμός, η κατάσταση της γνωριμίας
    ⮡  I make someone’s acquaintance.
    Κάνω τη γνωριμία κάποιου.
    ⮡  I know him but I don’t have close acquaintance with him.
    Τον ξέρω αλλά δεν έχω δεσμός μαζί του.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η εξοικείωση με γνωστικό αντικείμενο, γνώση, δεν χρησιμοποιείται για βαθιά γνώση
    ⮡  I have some acquaintance with French music.
    Έχω κάποια εξοικείωση με τη γαλλική μουσική.
     συνώνυμα: familiarity