unknown
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | unknown |
συγκριτικός | more unknown |
υπερθετικός | most unknown |
unknown (en)
- άγνωστος
- ⮡ The depth is unknown.
- Το βαθμός είναι άγνωστο.
- ⮡ The depth is unknown.