Ετυμολογία

επεξεργασία
unknown < un- + known
παραθετικά
θετικός unknown
συγκριτικός more unknown
υπερθετικός most unknown

unknown (en)

  • άγνωστος
      The depth is unknown.
    Το βαθμός είναι άγνωστο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
unknown unknowns

unknown (en)