παραθετικά
θετικός ordinary
συγκριτικός more ordinary
υπερθετικός most ordinary

  Επίθετο

επεξεργασία

ordinary (en)

  1. συνήθης, συνηθισμένος
    ⮡  ordinary size - συνηθισμένο μέγεθος
     συνώνυμα: regular, common
  2. μέτριος, δεν είναι πολύ καλό
    ⮡  a teacher with ordinary abilities - δάσκαλος με μέτριες ικανότητες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mediocre