mediocre
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | mediocre |
συγκριτικός | more mediocre |
υπερθετικός | most mediocre |
Επίθετο
επεξεργασίαmediocre (en)
- μέτριος, παρακατιανός, δεν είναι πολύ καλό
- ⮡ mediocre results - μέτρια αποτελέσματα
- ⮡ a mediocre lawyer - παρακατιανός δικηγόρος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- mediocre - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 548. ISBN 9780194325684., λήμμα: μέτριος