πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρακατιανός η παρακατιανή το παρακατιανό
      γενική του παρακατιανού της παρακατιανής του παρακατιανού
    αιτιατική τον παρακατιανό την παρακατιανή το παρακατιανό
     κλητική παρακατιανέ παρακατιανή παρακατιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρακατιανοί οι παρακατιανές τα παρακατιανά
      γενική των παρακατιανών των παρακατιανών των παρακατιανών
    αιτιατική τους παρακατιανούς τις παρακατιανές τα παρακατιανά
     κλητική παρακατιανοί παρακατιανές παρακατιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
παρακατιανός < παρακάτω + -ιανός[1]

παρακατιανός, -ή, -ό

  1. που ανήκει σε κατώτερη κοινωνική τάξη
  2. κατώτερης ποιότητας, αμφισβητούμενης αξίας

Συγγενικά

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία