δευτεράντζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δευτεράντζα | οι | δευτεράντζες |
γενική | της | δευτεράντζας | — | |
αιτιατική | τη | δευτεράντζα | τις | δευτεράντζες |
κλητική | δευτεράντζα | δευτεράντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαδευτεράντζα θηλυκό
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) που είναι μικρότερης αξίας, χαμηλότερου επιπέδου, δεύτερης διαλογής· που υπολείπεται ικανοτήτων, θέσης κ.λπ.
- Η παράσταση ήταν εξαιρετική, όμως το έργο ήταν δευτεράντζα, πολύ κατώτερο του αναμενόμενου.
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δευτεράντζα
|