Δείτε επίσης: διαλλαγή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαλογή οι διαλογές
      γενική της διαλογής των διαλογών
    αιτιατική τη διαλογή τις διαλογές
     κλητική διαλογή διαλογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διαλογή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλογή

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðʝa.loˈʝi/ & /ði̯a.loˈʝi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐α‐λο‐γή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διαλογή θηλυκό

  1. η επιλογή στοιχείων ενός συνόλου βάσει συγκεκριμένων κριτηρίων
  2. (νεολογισμός) (ιατρική) τριάζ

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαλογή αἱ διαλογαί
      γενική τῆς διαλογῆς τῶν διαλογῶν
      δοτική τῇ διαλογ ταῖς διαλογαῖς
    αιτιατική τὴν διαλογήν τὰς διαλογᾱ́ς
     κλητική ! διαλογή διαλογαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαλογᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  διαλογαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα