διαλογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαλογή | οι | διαλογές |
γενική | της | διαλογής | των | διαλογών |
αιτιατική | τη | διαλογή | τις | διαλογές |
κλητική | διαλογή | διαλογές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαλογή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαλογή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝa.loˈʝi/ & /ði̯a.loˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐λο‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαλογή θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- διαλογής: δεύτερης κατηγορίας ή γενικώς κατώτερης ποιότητας πράγματα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διαλογή
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαλογή | αἱ | διαλογαί |
γενική | τῆς | διαλογῆς | τῶν | διαλογῶν |
δοτική | τῇ | διαλογῇ | ταῖς | διαλογαῖς |
αιτιατική | τὴν | διαλογήν | τὰς | διαλογᾱ́ς |
κλητική ὦ! | διαλογή | διαλογαί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαλογᾱ́ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαλογαῖν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Πηγές
επεξεργασία- διαλογή - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διαλογή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.