τριάζ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- τριάζ < αγγλική triage < γαλλική triage < trier < λατινική tritus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁- (τυλίγω, συστρέφω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τριάζ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός) (ιατρική) η διαδικασία επιλογής ή απόρριψης ασθενών, θυμάτων κ.λπ., προς περίθαλψη, νοσηλεία, παροχή βοήθειας κ.λπ.