Δείτε επίσης: τιράζ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τριάζ < αγγλική triage < γαλλική triage < trier < λατινική tritus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος tero < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁- (τυλίγω, συστρέφω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τριάζ ουδέτερο άκλιτο

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία