↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοηθική οι βιοηθικές
      γενική της βιοηθικής των βιοηθικών
    αιτιατική τη βιοηθική τις βιοηθικές
     κλητική βιοηθική βιοηθικές
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βιοηθική < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική bioethics < (βιο-) αρχαία ελληνική βίος + ἠθική, θηλυκό του ἠθικός < ἦθος < ἔθος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vi.o.i.θiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐η‐θι‐κή

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βιοηθική θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις βίος και ηθικός

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • βιοηθικήΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)