Δείτε επίσης: ἐνδεδειγμένος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδεδειγμένος η ενδεδειγμένη το ενδεδειγμένο
      γενική του ενδεδειγμένου της ενδεδειγμένης του ενδεδειγμένου
    αιτιατική τον ενδεδειγμένο την ενδεδειγμένη το ενδεδειγμένο
     κλητική ενδεδειγμένε ενδεδειγμένη ενδεδειγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδεδειγμένοι οι ενδεδειγμένες τα ενδεδειγμένα
      γενική των ενδεδειγμένων των ενδεδειγμένων των ενδεδειγμένων
    αιτιατική τους ενδεδειγμένους τις ενδεδειγμένες τα ενδεδειγμένα
     κλητική ενδεδειγμένοι ενδεδειγμένες ενδεδειγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ενδεδειγμένος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐνδεδειγμένος (που έχει καταμηνυθεί, καταγγελθεί), μετοχή παρακειμένου του ρήματος ἐνδείκνυμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /en.ðe.ðiˈɣme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εν‐δε‐δειγ‐μέ‐νος
παλιότερος συλλαβισμός: εν‐δε‐δει‐γμέ‐νος

ενδεδειγμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου με αναδιπλασιασμό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία