καταμηνύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταμηνύω < αρχαία ελληνική καταμηνύω
Ρήμα
επεξεργασίακαταμηνύω (παθητική φωνή: καταμηνύομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- καταμήνυση
- → δείτε τις λέξεις κατά και μηνύω
καταμηνύω (παθητική φωνή: καταμηνύομαι)