καταμήνυση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καταμήνυση | οι | καταμηνύσεις |
γενική | της | καταμήνυσης* | των | καταμηνύσεων |
αιτιατική | την | καταμήνυση | τις | καταμηνύσεις |
κλητική | καταμήνυση | καταμηνύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, καταμηνύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- καταμήνυση < ελληνιστική κοινή καταμήνυσις < αρχαία ελληνική καταμηνύω
Ουσιαστικό επεξεργασία
καταμήνυση θηλυκό
- (νομικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταμηνύω