Ετυμολογία

επεξεργασία
plainte < plaindre

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
plainte plaintes

plainte (fr) θηλυκό

  1. το παράπονο, το κλαψούρισμα, το βογκητό
  2. η μήνυση, η καταμήνυση

Συγγενικά

επεξεργασία