βογκητό
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βογκητό | τα | βογκητά |
γενική | του | βογκητού | των | βογκητών |
αιτιατική | το | βογκητό | τα | βογκητά |
κλητική | βογκητό | βογκητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βογκητό < βογκώ + -ητό[1] < μεσαιωνική ελληνική γογγῶ[2] (ορθογραφική απλοποίηση)[1] < ελληνιστική κοινή γογγύζω < ((ηχομιμητική λέξη)[2])
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βογκητό ουδέτερο
- ο βαθύς αναστεναγμός από ηδονή ή πόνο, άναρθρη φωνή, βόγκος
- ο ρόχθος, η βοή της θάλασσας, των κυμάτων, του ανέμου κ.λπ.
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βογκώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 βογκητό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.